- ἐξυβρίζειν
- ἐξυβρίζωbreak out into insolencepres inf act (attic epic)ἐξῡβρίζειν , ἐξυβρίζωbreak out into insolencepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάζω — (I) λάζω (Α) (αχαϊκός τ. αντί λάζομαι) λαμβάνω, παίρνω, αρπάζω. (II) λάζω (Α) 1. χτυπώ με το πόδι, λακτίζω, κλοτσώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «λάζειν ἐξυβρίζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ (πρβλ.… … Dictionary of Greek